ξεπαρθένεμα

ξεπαρθένεμα
[ксэпартэнэма] ουσ ο лишение девственности.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεπαρθένεμα" в других словарях:

  • ξεπαρθένεμα — το [ξεπαρθενεύω] ρήξη τού παρθενικού υμένα, διακόρευση …   Dictionary of Greek

  • διακόρευση — η (Α διακόρευσις και διακόρησις) [διακορεύω] η ρήξη τού παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα …   Dictionary of Greek

  • διακόρευση — η η παρθενοφθορία, το ξεπαρθένεμα κοριτσιού: Τον κατηγόρησε για τη διακόρευσή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»